ακαταπτόητος

ακαταπτόητος
-η, -ο
αυτός που δεν καταπτοείται, ατρόμητος: Μ' όλες τις φωνές και τις απειλές εναντίον του, αυτός έμεινε ακαταπτόητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαταπτόητος — not to be scared masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταπτόητος — η, ο (Α ἀκαταπτόητος, ον) [καταπτοῶ] ατρόμητος, άφοβος …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταπτόητον — ἀκαταπτόητος not to be scared masc/fem acc sg ἀκαταπτόητος not to be scared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”